- ὀρθοί
- ὀρθόςstraightmasc nom/voc plὀρθόωset straightpres subj mp 2nd sgὀρθόωset straightpres ind mp 2nd sgὀρθόωset straightpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀρθοῖ — ὀρθόω set straight pres ind mp 2nd sg ὀρθόω set straight pres opt act 3rd sg ὀρθόω set straight pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВХОД — [греч. εἴσοδος], в правосл. богослужении торжественная процессия священнослужителей, центральным моментом к рой является вход через св. врата в алтарь. Во время Божественной литургии совершаются 2 В. малый и великий; В. может также происходить во … Православная энциклопедия
Ορθεία — Ὀρθεία και Fορθεία και Fωρθεία και Βωρθεία και Βορθέα και Ὀρθία και Fορθασία και Ὀρθωσία, ἡ (Α) επίθετο τής Αρτέμιδος στη Λακωνία και στην Αρκαδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. ὀρθός και εμφανίζει μεγάλη ποικιλία μορφών. Ο τ. Ὀρθία, που… … Dictionary of Greek
ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης … Dictionary of Greek
κρίμνημι — και κρήμνημι και κρημνῶ, άω (Α) 1. κρεμώ («ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναΐ κρημνάντων ἐπέτοσσε», Πίνδ. β. «ἐκρήμναθ ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῑν βέλος», Ευρ.) 2. σταυρώνω κάποιον 3. παθ. κρήμναμαι αιωρούμαι («ὕπερθ ὀμμάτων κρημναμενᾱν νεφαλᾱν ὀρθοῑ»,… … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek
Σαραντάπηχοι — Μυθικοί κάτοικοι του όρους Ίδη της Κρήτης. Ήταν πανύψηλοι και ρωμαλέοι, γι’ αυτό και τους έλεγαν Σ. Κατά την παράδοση, οι Σ. ήταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι του νησιού, και ζούσαν σ’ αυτό πριν ακόμα και από το μυθικό κατακλυσμό. Σχετικά με το μύθο… … Dictionary of Greek
Օ — ( ) NBH 2 1019 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 11c, 12c, 13c Օ. Նշանագիր նոր, հնարեցաւ յետ ժբ դարու առ ʼի դիւրութիւն՝ փոխանակ երկբարբառ գրութեանս աւ, ʼի փոխ առեալ ʼի յունէ եւ ʼի լատինէ. o. որ կոչի ըստ յն. օ՛ միքրօն. այսինքն փոքրիկ կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՕՐԹԻ — ( ) NBH 2 1033 Chronological Sequence: Unknown date ՕՐԹԻ ՕՐԹԻՒ. գրի ԱՒՐԹԻ կամ ԱՒՌԹԻ ԱՒՌԹԻՒ եւ ՈՐԹԻ ՈՐԹԻՒ. Բառ յն. օրթի. ὁρθοί recti, erecti. Ուղիղ, իմա՛ ուղղորդ եւ կանգուն յոտս կացէք՝ ուղղութեամբ եւ մտեաց՝ ուշ դնել սրբոյ աւետարան. յոր ըստյն. կցի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՕՐԹԻՒ — ( ) NBH 2 1033 Chronological Sequence: Unknown date, 7c ՕՐԹԻ ՕՐԹԻՒ. գրի ԱՒՐԹԻ կամ ԱՒՌԹԻ ԱՒՌԹԻՒ եւ ՈՐԹԻ ՈՐԹԻՒ. Բառ յն. օրթի. ὁρθοί recti, erecti. Ուղիղ, իմա՛ ուղղորդ եւ կանգուն յոտս կացէք՝ ուղղութեամբ եւ մտեաց՝ ուշ դնել սրբոյ աւետարան. յոր ըստյն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)